αυταρχικότητα

αυταρχικότητα
η
το να είναι κανείς αυταρχικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αυταρχικότητα — η το να θέλει κανείς να επιβάλλει τη θέλησή του στους άλλους. η δεσποτική νοοτροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυταρχιχός. Ο τ. αυταρχικότης μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… …   Dictionary of Greek

  • κοτζαμπασισμός — και κοτσαμπασισμός και κοτζιαμπασισμός, ο 1. η αυταρχική και δεσποτική συμπεριφορά τών κοτζαμπάσηδων έναντι τών ομοφύλων τους χριστιανών 2. μτφ. δεσποτισμός, σατραπισμός, αυταρχικότητα, αυθαιρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτζάμπασης. Η λ., στον τ.… …   Dictionary of Greek

  • σατράπης — Διοικητής επαρχίας στο αρχαίο περσικό κράτος. Παράλληλα προς τα διοικητικά του καθήκοντα ο σ. είχε και δικαστικές εξουσίες και φρόντιζε επίσης για τη συγκέντρωση και την αποστολή στο «μέγα βασιλέα» των φόρων της σατραπείας του. Επιπλέον ήταν… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Αβαντίδας — (3ος αι. π.Χ.).Τύραννος της Σικυώνας. Ο Α., γιος του Πασέα, κατέλαβε την αρχή το 264 π.Χ., αφού σκότωσε τους αντιπάλους του και ανάμεσά τους τον Κλεινία, πατέρα του Άρατου. Παρά την τυραννική του διακυβέρνηση, κατόρθωσε να παραμείνει στην εξουσία …   Dictionary of Greek

  • Αφεντούλιεφ ή Αφεντούλης, Μιχαήλ — Διοικητής της Κρήτης στην Επανάσταση του 1821. Γεννήθηκε στη Νίζνα της Ρωσίας από Έλληνες γονείς. Όταν ο Δ. Υψηλάντης έδωσε εντολή στον Αλέξανδρο Κατακουζηνό να παραλάβει με άλλους αξιωματικούς το φρούριο της Μονεμβασιάς, τον συνόδευσε και ο Α. Ο …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

  • Κάμενεφ, Λεβ Μπορίσοβιτς — (Lev Borisovich Kamenev,Μόσχα 1883 – 1936). Ρώσος πολιτικός. Ήταν γιος Καυκάσιων Εβραίων της οικογένειας Ρόζενφελντ (Rozenfeld). Το 1901 έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Ήταν από τους πρώτους που προσχώρησαν στην μπολσεβικική παράταξη …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”